- χειρόσοφος
- χειρό-σοφος, ον,A skilled with the hands, esp. gesticulating well, Luc.Rh.Pr.17, Lex. 14, Lesbon. ap. eund.Salt.69:—χειρίσοφος is a f.l.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρόσοφος — και χειρίσοφος, ον, ΜΑ επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σοφός] … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek